λαιψηροδρόμον

λαιψηροδρόμον
λαιψηροδρόμος
swift-running
masc/fem acc sg
λαιψηροδρόμος
swift-running
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαιψηροδρόμος — λαιψηροδρόμος, ον (Α) αυτός που τρέχει γρήγορα, ταχύς («λαιψηροδρόμον Ἀχιλλήα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιψηρός + δρόμος (πρβλ. ευθυ δρόμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”